Λέξη: κριάρι
Σχετικές λέξεις: κριάρι
κριάρι εναντίον μοτοσυκλετιστή, κριάρι ονειροκρίτης, κριάρι (νάνος), κουνέλι κριάρι, θυμωμένο κριάρι, χρυσόμαλλο κριάρι
Συνώνυμα: κριάρι
έμβολο, κριός, έμβολο πλοίου
Μεταφράσεις: κριάρι
κριάρι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ram, a ram, the ram, ram was
κριάρι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carnero, espolón, ram, memoria RAM, de RAM, pistón
κριάρι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anstoßen, ramme, sporn, rammbär, schafsbock, sturmbock, widder, rammen, ram, Widder, Stößel, Stößels, Ramme
κριάρι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mouton, ram, enfoncer, planter, bélier, pilon, éperonner, ficher, vérin, piston, de RAM
κριάρι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
montone, ariete, investire, RAM, di RAM, pistone
κριάρι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ram, carneiro, memória RAM, de RAM, êmbolo
κριάρι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ram, het RAM, de ram
κριάρι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
таранить, таран, трамбовать, утрамбовывать, баба, вколачивать, утрамбовать, овен, вдалбливать, забить, забивать, баран, заколачивать, протаранить, озу, зупд, овна, барана
κριάρι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vær, ram, væren, minne
κριάρι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ramm, bagge, gumse, RAM, vädur, kolven
κριάρι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
törmätä, syöstä, muurinmurtaja, sohaista, hajapääsymuisti, iskeytyä, muurinsärkijä, survin, ahtaa, jyrätä, juntta, suorasaantimuisti, pukki, pässi, ram, oinaan, oinas
κριάρι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vædder, ram, Væder, stemplet
κριάρι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hodit, zarazit, beran, ram, paměti RAM, berana, skopec
κριάρι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
baran, dźwig, rozbijać, nurnik, tryk, bijak, taranować, wbijać, taran, ram, barana, Siłownik
κριάρι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kos, sajtoló, RAM, kost, munkahenger
κριάρι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koç, veri deposu, RAM, kaldırıcılar, şahmerdan
κριάρι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згуртованість, озу, ОЗП, оперативної пам'яті, оперативної
κριάρι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dash, ram, dash dhe, dashin, dashi
κριάρι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
овен, RAM, оперативна памет, овена, RAM памет
κριάρι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
баран, АЗП
κριάρι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tampima, jäär, ram, oinas, ramm, muutmälu, RAM, jäära, silinder
κριάρι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ovan, ovna od, kljun, naletjeti
κριάρι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrútur, hrút, RAM, hrútnum, hrúturinn
κριάρι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taranas, ram, avinas, aviną, plunžeris
κριάρι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
auns, ram, cilindrs, ATMIŅA, aunu
κριάρι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Овен, RAM меморија, RAM, овенот, RAM меморијата
κριάρι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
berbec, ram, berbece, memorie RAM, Instalatii de ridicare
κριάρι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kozorog, ram, oven, ovna
κριάρι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
baran, ram, Beran, Škorpión, Blíženci, Býk