Κόπρανα στα δανικά

Μετάφραση: κόπρανα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afføring, skammel, taburet, fæces, Barstol
Κόπρανα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόπρανα

κόπρανα που επιπλέουν, κόπρανα με αίμα, κόπρανα σαν της κατσίκας, κόπρανα με βλέννες, κόπρανα κίτρινα, κόπρανα λεξικό γλώσσας δανικά, κόπρανα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κόπανος στα δανικά - ryk, jerk, fjols, idiot
  • κόπος στα δανικά - hindre, forstyrre, arbejdskraft, arbejdsmarkedet, arbejdsmarked, arbejde, arbejdsstyrken
  • κόπωση στα δανικά - træthed, træt, trætheden, udmattelse
  • κόρα στα δανικά - skorpe, skorpen, crust
Τυχαίες λέξεις
Κόπρανα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afføring, skammel, taburet, fæces, Barstol