Κόπρανα στα ολλανδικά
Μετάφραση: κόπρανα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drol, ontlasting, keutel, drek, kruk, krukje, stoel, de ontlasting
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόπρανα
κόπρανα που επιπλέουν, κόπρανα με αίμα, κόπρανα σαν της κατσίκας, κόπρανα με βλέννες, κόπρανα κίτρινα, κόπρανα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κόπρανα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κόπανος στα ολλανδικά - schok, schokken, ruk, eikel, jerk, geroosterde
- κόπος στα ολλανδικά - arbeid, moeheid, afjakkeren, afmatten, storen, belemmeren, vermoeidheid, ...
- κόπωση στα ολλανδικά - vermoeidheid, afjakkeren, afbeulen, moeheid, afmatten, vermoeienis, afmatting, ...
- κόρα στα ολλανδικά - korst, aardkorst, de korst, crust, korst van
Τυχαίες λέξεις
Κόπρανα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: drol, ontlasting, keutel, drek, kruk, krukje, stoel, de ontlasting
Μεταφράσεις: drol, ontlasting, keutel, drek, kruk, krukje, stoel, de ontlasting