Λέξη: κόπρανα

Σχετικές λέξεις: κόπρανα

κόπρανα που επιπλέουν, κόπρανα με αίμα, κόπρανα σαν της κατσίκας, κόπρανα με βλέννες, κόπρανα κίτρινα, κόπρανα μωρού, κόπρανα ονειροκρίτης, κόπρανα με βλέννη, κόπρανα με βλέννα, κόπρανα πράσινα, αίμα στα κόπρανα

Συνώνυμα: κόπρανα

σκαμνί, κένωση των εντέρων, ενέργημα, περίττωμα

Μεταφράσεις: κόπρανα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
excrement, stool, faeces, stools, feces
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excremento, taburete, heces, las heces, de heces, materia fecal
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kot, Hocker, Schemel, Stuhl
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
excréments, excrément, déjection, éjection, tabouret, selles, les selles, tabouret de, selle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sgabello, feci, Sgabello da, Sgabello in, stool
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excremento, tamborete, banquinho, banqueta, fezes, banco
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drol, ontlasting, keutel, drek, kruk, krukje, stoel, de ontlasting
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
испражнения, помет, экскременты, кал, стул, табурет, стула, табуретка, кала
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krakk, avføring, avføringen, stol, krakken
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pall, avföring, avföringen, pallen, avför
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kakka, tunkio, jakkara, Baarijakkara, ulosteesta, uloste, ulosteet
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afføring, skammel, taburet, fæces, Barstol
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výkal, lejno, exkrement, stolice, stolička, židle, stolici, stool
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ekskrement, odchody, stolec, kał, taboret, stołek, stool
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alj, széklet, székletben, szék, széken, bárszék
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pislik, dışkı, gaita, tabure, taburesi, dışkılama
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кал, стілець, стул, випорожнення, стільця
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stol, fron, karrige, fron i, karrige e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кал, табуретка, стол, изпражненията, столче
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крэсла, стул
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väljaheide, ekskrement, taburet, iste, väljaheites, väljaheitest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izmet, pogan, stolica, stolice, stolicu, stolici, panj
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
saur, stól, kollur, hægðir, hægðum, í hægðum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kėdė, taburetė, nusilengvinimas, pakoja, klauptas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
taburete, izkārnījumos, izkārnījumi, ķebļa, vēdera izeja
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
столче, столица, столицата, изметот, измет
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scaun, taburet, scaunul, scaun de, de scaun
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stolček, blatu, stol, blato, stool
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výkal, stolice, stolica, stolicu, stolicou, stolici

Στατιστικά δημοτικότητας: κόπρανα

Τυχαίες λέξεις