Κύρος στα δανικά

Μετάφραση: κύρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontor, kraft, myndighed, embede, autoritet, magt, ansigt, prestige, Prestiges, anseelse
Κύρος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κύρος

κύρος ο μέγας, κύρος συνώνυμο, κύρος συνώνυμα, κύρος γρανάζης, κύρος γραμματικόπουλος, κύρος λεξικό γλώσσας δανικά, κύρος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κύπελλο στα δανικά - bæger, kop, Cup, kampen, koppen
  • κύριος στα δανικά - hersker, mester, formand, boss, chef, herre, main, ...
  • κύρτωμα στα δανικά - krumning, pukkel, camber, pilhøjde, af Camber, i Camber
  • κύρωση στα δανικά - straf, revselse, sanktion, sanktioner, sanktionen
Τυχαίες λέξεις
Κύρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kontor, kraft, myndighed, embede, autoritet, magt, ansigt, prestige, Prestiges, anseelse