Λέξη: εξουσιοδοτώ
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτώ
εξουσιοδοτώ english, εξουσιοδοτώ μετάφραση, εξουσιοδοτώ τον, εξουσιοδοτώ μετάφραση στα αγγλικά, εξουσιοδοτώ να
Συνώνυμα: εξουσιοδοτώ
διορίζω, μεταβιβάζω, δίνω δικαίωμα, τιτλοφορώ, εγγυώμαι, δικαιολογώ, αναθέτω, αποστέλλω σαν αντιπρόσωπο, εγκρίνω
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ
εξουσιοδοτώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
empower, accredit, authorize, entitle, depute, delegate
εξουσιοδοτώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
facultar, autorizar, acreditar, apoderar, autorizar a, autorizará, autorice, autorizarán
εξουσιοδοτώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ermächtigen, genehmigen, autorisieren, bevollmächtigen, zulassen
εξουσιοδοτώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commissionner, accréditons, accréditent, accréditer, accréditez, autoriser, attribuer, habiliter, autorise, autoriser les, autoriser des, d'autoriser
εξουσιοδοτώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accreditare, autorizzare, autorizzazione, l'autorizzazione, autorizzano, autorizza
εξουσιοδοτώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acredite, autorizar, autoriza, autorizam, autorizar a, autorizar o
εξουσιοδοτώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accrediteren, machtigen, autoriseren, autorisatie, toestaan, autorisatie op
εξουσιοδοτώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разрешать, поверить, доверять, уполномочивать, приписывать, уполномочить, кредитовать, аккредитовать, санкционировать, разрешить, авторизуйтесь
εξουσιοδοτώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
autorisere, godkjenne, fullmakt, autoriserer
εξουσιοδοτώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillåta, godkänna, bemyndiga, tillstånd, bemyndigande
εξουσιοδοτώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valtuuttaa, varustaa, sallia, luvan, sallittava, hyväksyä
εξουσιοδοτώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bemyndige, tilladelse, godkende, tillade, tilladelse til
εξουσιοδοτώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přičítat, akreditovat, zmocnit, schválit, zplnomocnit, pověřit, povolit, autorizaci, povolí
εξουσιοδοτώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
upoważniać, upełnomocnić, akredytować, przypisać, upełnomocniać, autoryzować, zezwolić, upoważnić, autoryzacji, zezwolić na
εξουσιοδοτώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
engedélyez, engedélyezhetik, engedélyezik, engedélyezi, felhatalmazza
εξουσιοδοτώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetki vermek, yetki, yetkisi, provizyona, yetkilendirmek
εξουσιοδοτώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
довіряти, повірити, уповноважте, уповноважити, уповноважувати, санкціонувати
εξουσιοδοτώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
autorizoj, autorizojë, të autorizojë, autorizojnë, autorizon
εξουσιοδοτώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разреши, разрешават, разрешат, да разреши, да разрешат
εξουσιοδοτώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
санкцыянаваць, санкыянаваць, санкцыяніраваць, ці санкцыянаваць
εξουσιοδοτώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
akrediteerima, õigustama, volitama, lubama, lubada, loa, lubavad, luba
εξουσιοδοτώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osnažiti, ovlastiti, opunomoćiti, oprema, odobriti, autorizirati, odobrava, odobri
εξουσιοδοτώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimila, heimilað, leyfa, heimild, heimilar
εξουσιοδοτώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
leisti, leidžia, įgalioti, leidimą, įgalioja
εξουσιοδοτώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atļaut, pilnvarot, atļauj, atļauju, ļaut
εξουσιοδοτώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
овласти, го овласти, овластат, одобрат, да одобри
εξουσιοδοτώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
autoriza, autorizeze, autorizează, să autorizeze, autorizarea
εξουσιοδοτώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dovolijo, pooblasti, odobri, odobrijo, dovoli
εξουσιοδοτώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povoliť, umožniť, schváliť, zapnúť
Τυχαίες λέξεις