Λάχανο στα δανικά

Μετάφραση: λάχανο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kål, cabbage, kålen, hvidkål
Λάχανο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λάχανο

λάχανο γιαχνί, λάχανο τουρσί, λάχανο κοκκινιστό, λάχανο στα αγγλικά, λάχανο με χοιρινό, λάχανο λεξικό γλώσσας δανικά, λάχανο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λάστιχο στα δανικά - gummi, af gummi, gummi-, rubber
  • λάφυρα στα δανικά - bytte, byttet, ødelægger, skæmmer, forkæler
  • λέμφος στα δανικά - lymfeknuder, lymfe, lymfen, lymfe-, lymfevæske
  • λέξη στα δανικά - ord, ordet, word, udtrykket
Τυχαίες λέξεις
Λάχανο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kål, cabbage, kålen, hvidkål