Λέξη: στερεοτυπία
Μεταφράσεις: στερεοτυπία
στερεοτυπία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stereotype, stereotypy, stereotypy are
στερεοτυπία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estereotipo, estereotipo de, estereotipos, el estereotipo, estereotipada
στερεοτυπία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klischee, stereotyp, klischeevorstellung, Stereotyp, Klischee, Stereotypen, Stereotype
στερεοτυπία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
stéréotype, cliché, stéréoscopique, stéréotypes, le stéréotype, stéréotype de
στερεοτυπία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stereotipo, stereotipi, stereotype, stereotipata, stereotipo del
στερεοτυπία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estereótipo, estereótipo de, estereotipo, stereotype, estereótipos
στερεοτυπία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemeenplaats, cliché, stereotiep, stereotype, stereotiepe, stereotype beeld
στερεοτυπία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стереотип, избитость, шаблон, стереотипность, стереотипом, стереотипа, стереотипы
στερεοτυπία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stereotypi, stereotypien, stereotype, stereotyp, stereo
στερεοτυπία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stereotyp, stereotypen, stereotypa, stereotyper, stereotypa bilden
στερεοτυπία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
stereotyyppi, stereotypia, stereotypian, stereotyyppinen
στερεοτυπία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stereotype, stereotyp, stereotypen, stereotypt, stereotype billede
στερεοτυπία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stereotyp, stereotypní, stereotypu, stereotypem
στερεοτυπία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stereotyp, stereotypem, stereotypu, stereotypy
στερεοτυπία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
konvenció, nyomódúc, sztereotip, sztereotípia, sztereotípiát, a sztereotípia
στερεοτυπία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
stereotip, klişe, stereotype, stereotipi, sterotip
στερεοτυπία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стереотип
στερεοτυπία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stereotipi, stereotip, stereotip të, steriotip, klishe
στερεοτυπία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стереотип, стереотипа, стереотипно, стереотипна
στερεοτυπία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стэрэатып
στερεοτυπία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
stereotüüp, stereotüüpi, stereotüübi
στερεοτυπία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stereotip, stereotipom, šablonski, ukalupiti, stereotipija
στερεοτυπία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
staðalímynd, Staðalímyndin, staðalmynd, staðalímyndum, Staðalímyndin að
στερεοτυπία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stereotipas, stereotipo, stereotipą, stereotipų
στερεοτυπία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stereotips, stereotipu, Stereotipi, stereotipiem
στερεοτυπία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стереотип, стереотипот, стереотипите, стереотипи
στερεοτυπία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
stereotip, stereotipul, stereotipuri, stereotipului, stereotipe
στερεοτυπία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stereotip, stereotipa, stereotype, stereotipi
στερεοτυπία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stereotyp, stereotypu
Τυχαίες λέξεις