Μεταξωτό στα δανικά
Μετάφραση: μεταξωτό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
silke, natursilke, af natursilke, silk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεταξωτό
μεταξωτό σατέν, μεταξωτό τούλι, μεταξωτό πουκάμισο, μεταξωτό κορδόνι, μεταξωτό χαρτί, μεταξωτό λεξικό γλώσσας δανικά, μεταξωτό στα δανικά
Μεταφράσεις
- μεταναστεύω στα δανικά - trek, tur, vandretur, vandring, turen
- μετανιώνω στα δανικά - beklagelse, beklage, fortryde, angre, beklager, fortryder
- μεταξύ στα δανικά - mellem, blandt, imellem, mellem de, fra
- μεταπείθω στα δανικά - afskrækkelse, dissuasion, afskrækkende, afskrække, at afskrække
Τυχαίες λέξεις
Μεταξωτό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: silke, natursilke, af natursilke, silk
Μεταφράσεις: silke, natursilke, af natursilke, silk