Μεταξωτό στα ουκρανικά

Μετάφραση: μεταξωτό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шовковий, шовк, блиск, шелк
Μεταξωτό στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεταξωτό

μεταξωτό σατέν, μεταξωτό τούλι, μεταξωτό πουκάμισο, μεταξωτό κορδόνι, μεταξωτό χαρτί, μεταξωτό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μεταξωτό στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μεταναστεύω στα ουκρανικά - мігруючий, переселенець, перелітний, подорож, мандрівку, мандрівка
  • μετανιώνω στα ουκρανικά - горювати, розкаяння, шкодувати, каяття, жаль, регресивний, жалкувати, ...
  • μεταξύ στα ουκρανικά - поміж, з-поміж, між, середина, серед
  • μεταπείθω στα ουκρανικά - відговорювати, переконувати, відрадьте, відрадити, відмовляння
Τυχαίες λέξεις
Μεταξωτό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: шовковий, шовк, блиск, шелк