Λέξη: πρωτότυπος

Σχετικές λέξεις: πρωτότυπος

πρωτότυπος στολισμός γάμου, πρωτότυποσ στα αγγλικά, πρωτότυπος αγγλικά, πρωτότυπος μετάφραση, πρωτότυπος γάμος, πρωτότυπος στολισμός βάπτισης, πρωτότυπος τρόπος κτήσης κυριότητας, πρωτότυπος συνώνυμα

Συνώνυμα: πρωτότυπος

αρχικός, ιδιόμορφος, αρχέτυπος, ασυνήθης, παράτυπος

Μεταφράσεις: πρωτότυπος

πρωτότυπος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
original, unconventional, prototype, novel, originality

πρωτότυπος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
primitivo, original, original de, originales, inicial

πρωτότυπος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ursprünglich, originell, original, Original, ursprünglichen, ursprüngliche

πρωτότυπος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
naturel, élémentaire, primitif, authentique, originaire, initial, original, antécédent, rudimentaire, primordial, originel, origine, originale, d'origine, initiale

πρωτότυπος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
originale, originario, originali, originaria, iniziale

πρωτότυπος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
original, inicial, originais, original é, origem

πρωτότυπος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
origineel, apart, oorspronkelijk, originele, oorspronkelijke, de originele

πρωτότυπος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подлинный, незатасканный, первичный, доподлинный, самобытность, оригинальный, самобытный, настоящий, первоначальный, своеобразный, первоисточник, исходящий, выходной, производный, самородный, исконный, оригинал, оригинальная, оригинальное, оригинальные

πρωτότυπος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
opprinnelig, original, opprinnelige, originale, originalen

πρωτότυπος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
originell, original, ursprungliga, originalet, original-

πρωτότυπος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
originaali, originaalinen, aito, alkuperäinen, Kuvan alkuperäinen, alkuperäisen, alkuperäiseen, alkuperäisessä

πρωτότυπος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
original, oprindelig, oprindelige, originale, originalen

πρωτότυπος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
původní, originál, prvotní, počáteční, rozený, originální, výchozí, vrozený, originálu

πρωτότυπος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oryginalny, naturalny, pierwotny, niebanalny, początkowy, kolor, autentyk, cudak, pierwowzór, samorodny, autentyczny, własnoręczny, rdzenny, oryginał, oryginału, oryginalną

πρωτότυπος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eredeti, az eredeti

πρωτότυπος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilk, orijinal, özgün, orjinal

πρωτότυπος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оригінал, оригинал

πρωτότυπος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
origjinal, origjinale, fillestar, origjinali, origjinal i

πρωτότυπος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оригинал, оригинален, оригиналната, оригиналния, първоначалното

πρωτότυπος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арыгінал

πρωτότυπος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
originaalne, algupärane, originaal, esialgse, originaali, algse, esialgne

πρωτότυπος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvornik, original, izvorna, izvornika, izvorniku

πρωτότυπος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upprunalega, upprunalegu, upphaflega, frumleg, frumlegt

πρωτότυπος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exemplar

πρωτότυπος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
originalus, originalas, originalią, originalą, originalo

πρωτότυπος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
oriģināls, sākotnējs, jauns, oriģinālo, oriģināla, oriģinālu, sākotnējā

πρωτότυπος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оригинални, оригинал, оригиналниот, оригинална, оригиналната

πρωτότυπος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
original, originală, inițială, originalul, originale

πρωτότυπος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
originál, originální, izvirnik, prvotni, izvirno, originalni, izvirna

πρωτότυπος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
originál, zdrojový, originále, originálne, originálu
Τυχαίες λέξεις