Μητριά στα δανικά
Μετάφραση: μητριά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stedmor, stedmoder, stedmoderen, onde stedmor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μητριά
μητριά ορισμός, μητριά πατρίδα, μητριά λεξικό γλώσσας δανικά, μητριά στα δανικά
Μεταφράσεις
- μηρός στα δανικά - lår, låret, af låret, på låret, Lænd
- μητέρα στα δανικά - moder, mor, moderen, moderens
- μητρικός στα δανικά - moderlige, moderlig, moderligt, motherly
- μητροπολιτικός στα δανικά - metropolitan, hovedstadsområdet, storbyområde, hovedland, Storkøbenhavn
Τυχαίες λέξεις
Μητριά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stedmor, stedmoder, stedmoderen, onde stedmor
Μεταφράσεις: stedmor, stedmoder, stedmoderen, onde stedmor