Νεαρός στα δανικά
Μετάφραση: νεαρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mindreårig, barn, ungdom, ung, unge, ungt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεαρός
νεαρός σκότωσε τη φίλη του στο κέντρο της αθήνας, νεαρός στριφογυρίζει ...γάτα στον αέρα από την ουρά, νεαρός τσαπουρνάκος, νεαρός πήδηξε από τον βράχο της ακρόπολης, νεαρός χορεύει το «ζεϊμπέκικο της ευδοκίας» σε αναπηρικό αμαξίδιο, νεαρός λεξικό γλώσσας δανικά, νεαρός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ναύτης στα δανικά - beg, matros, tjære, sømand, sailor, sømanden, sejleren
- νεανικός στα δανικά - ungdommelige, ungdommelig, ungdommeligt, unge, ung
- νεκρανασταίνω στα δανικά - genoplive, genoplivning, genoplivning af, at genoplive, genopliver
- νεκρικός στα δανικά - dødlignende, dødsstille
Τυχαίες λέξεις
Νεαρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mindreårig, barn, ungdom, ung, unge, ungt
Μεταφράσεις: mindreårig, barn, ungdom, ung, unge, ungt