Ορθογραφώ στα δανικά
Μετάφραση: ορθογραφώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tid, ortografi, retskrivning, ortografien
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορθογραφώ
ορθογραφώ αρχοντάκης, ορθογραφώ λεξικό γλώσσας δανικά, ορθογραφώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- ορεκτικός στα δανικά - appetitlig, appetitvækkende, velsmagende, appetizing, appetitlige
- ορθογραφία στα δανικά - stavning, stavemåde, stavningen, stavemåden, stavekontrol
- ορθογώνιο στα δανικά - rektangel, rektangulære, rektangulær, rektangulært, firkantet, rectangular
- ορθοδοξία στα δανικά - ortodoksi, ortodokse, ortodoksien, rettroenhed
Τυχαίες λέξεις
Ορθογραφώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tid, ortografi, retskrivning, ortografien
Μεταφράσεις: tid, ortografi, retskrivning, ortografien