Λέξη: τσούρμο

Σχετικές λέξεις: τσούρμο

τσούρμο συνώνυμα, το τσούρμο

Μεταφράσεις: τσούρμο

τσούρμο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brood, bunch, bunch of, litter of

τσούρμο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empollar, camada, cría, nidada, pollada, la cría, de cría

τσούρμο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brut, Brut, brüten, Zucht

τσούρμο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
méditer, nichée, penser, postérité, couver, descendance, couvain, couvée, race, du couvain, la couvée

τσούρμο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nidiata, cova, covare, covata, di covata, brood, rimuginare

τσούρμο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ninhada, brood, bando, de ninhada, da ninhada

τσούρμο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroost, broeden, broedsel, gebroed, Brood

τσούρμο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выводок, насиживать, лелеять, вынашивать, племя, нависать, размышлять, помет, дети, помёт, толпа, раздумывать, порождение, расплода, расплод, выводка, порождения

τσούρμο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avkom, stamfisk, brood, kyllinger, gruble

τσούρμο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grubbla, kull, grubblar, avel, barnaskara

τσούρμο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poikue, hautoa, pesue, jälkikasvu, brood, jälkikasvua

τσούρμο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kuld, yngel, brood, afkom, ruge

τσούρμο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přemýšlet, potomstvo, plemeno, vysedět, havěť, dumat, mláďata, plod

τσούρμο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyląg, pomiot, ląg, potomstwo, dziatwa, zamyślać, wylęgać, stado, wysiadywać, zamyślić, plemię, dumać

τσούρμο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fészekalja, Brood, a Brood, fiasítás, ivadékaik

τσούρμο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
damızlık, brood, kuluçkası, arpacı kumrusu gibi düşünmek, bir kuluçkada çıkan yavrular

τσούρμο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міркувати, юрба, племінною, племінний, виношувати, виводок, виведень

τσούρμο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zogjtë, pjellë, farë, racë, bluaj me mendje

τσούρμο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
челяд, люпило, потомство, люпила, пило

τσούρμο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вывадак, кодла, кодлу, калі вывадак, чарада

τσούρμο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haue, juurdlema, pesakondi, haudme, kokkupuutel selle ainega, pesakond

τσούρμο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
leglo, leglu, legla, brood, izleći, leći

τσούρμο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afsprengi, ungum, ungum sínum

τσούρμο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jaunikliai, vedimas, perų, perai, mąstyti

τσούρμο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
perējums, pārdomāt, pēcnācēji, nokauties, gulties

τσούρμο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
размислуваш, потомството, легло, потомство, Рожби

τσούρμο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neam, Brood, puiet, de puiet, puietului

τσούρμο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Leglo, zaroda, zalego, zarod, brood

τσούρμο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
háveď, plazy, havěť
Τυχαίες λέξεις