Λέξη: συστέλλω
Συνώνυμα: συστέλλω
μαζεύω, διπλώνω, ζαρώνω, συστέλλομαι, κάνω συμβόλαι, συνάπτω, στενεύω
Μεταφράσεις: συστέλλω
συστέλλω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shrink, shrivel, furl
συστέλλω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encogerse, encoger, embeber, achicarse, shrivel, marchitan, arrugan, se arrugan, marchite
συστέλλω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verkleinern, klapsdoktor, psychiater, schrumpfen, austrocknen, vertrocknen, verschrumpeln, runzlig werden
συστέλλω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rétrécissez, crisper, rétrécissons, ratatiner, rapetisser, diminuer, contracter, psychiatre, amenuiser, raccourcir, rétrécissent, rétrécis, rétrécir, se ratatiner, ratatinent, se ratatinent, shrivel
συστέλλω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimpicciolire, restringere, avvizzire, shrivel, accartocciarsi, si accartocciano, accartocciano
συστέλλω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agudo, psiquiatra, encolher, murchar, shrivel, encolhem, enrugar, paralisar
συστέλλω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ineenkronkelen, psychiater, ineenkrimpen, afnemen, verminderen, verschrompelen, shrivel, doen rimpelen
συστέλλω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уменьшать, садиться, сжиматься, ссесться, уклоняться, пересыхать, ссыхаться, сократить, сокращаться, сжаться, ужаться, сократиться, рассыхаться, съеживаться, сседаться, ежиться, высыхать, сморщиваются, бесполезным, сморщиваться, ссыхаются
συστέλλω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krympe, skrumpe, skrumpe inn
συστέλλω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krympa, minska, skrumpna, shrivel
συστέλλω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kipristyä, vetäytyä, käpertyä, kuihtua, käpristyä, käpristää, kuihduttaa, kurtistua
συστέλλω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
visne, vissen
συστέλλω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smrštit, zmenšit, zmenšovat, svraštit, krčit, skrčit, sušit se, scvrkat se
συστέλλω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
maleć, dekatyzować, skurczyć, kurczyć, schnąć, pokurczyć, uschnąć, pomarszczyć, zeschnąć
συστέλλω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összemenés, összeaszalódik, kiszorít, összezsugorodik
συστέλλω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırışmak, kurutmak, büzmek, buruşmak, içi geçmek
συστέλλω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збочувати, скорочуватися, ухилятися, ухилятись, висихати, сохнути, висихатиме, висихатимуть
συστέλλω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrudhem, fishkem, kruspullohem, rrëgjohem
συστέλλω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осанка, психиатър, сбръчквам, съсухрям се
συστέλλω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высыхаць, сохнуць
συστέλλω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
psühhiaater, närtsima, närtsitama, Kuihtua, kokku kuivatama, kortsuma
συστέλλω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stisnuti, izbjegavati, smežurati, zgrčiti, zgrčiti se, nabrati se, smežurati se
συστέλλω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
shrivel
συστέλλω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
psichiatras, susiraukti, Zeschnąć, susiraukšlėti, išsausti, sudžiūti
συστέλλω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
psihiatrs, saraukt, sačokurot
συστέλλω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
збрчкаш, овенува, се збрчкаш
συστέλλω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
psihiatru, scoroji, se contracta, contracta, arde, cocoloși
συστέλλω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Smežurati, Zgrčiti, Zgrčiti se
συστέλλω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sušiť
Τυχαίες λέξεις