Παράλογος στα δανικά
Μετάφραση: παράλογος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
meningsløs, absurd, urimelig, irrationel, irrationelle, irrationelt, en irrationel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παράλογος
παράλογος συνώνυμα, παράλογος στα αγγλικά, παράλογος λεξικο, παράλογος συνώνυμο, παράλογος αγγλικά, παράλογος λεξικό γλώσσας δανικά, παράλογος στα δανικά
Μεταφράσεις
- παράλειψη στα δανικά - fiasko, svigt, manglende, ikke, fejl
- παράλληλος στα δανικά - parallel, parallelt, parallelle, sideløbende, samtidig
- παράνοια στα δανικά - paranoia, paranoid, forfølgelsesvanvid, paranoiaen
- παράνομος στα δανικά - ulovlig, ulovligt, illegal, ulovlige, af ulovlig
Τυχαίες λέξεις
Παράλογος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: meningsløs, absurd, urimelig, irrationel, irrationelle, irrationelt, en irrationel
Μεταφράσεις: meningsløs, absurd, urimelig, irrationel, irrationelle, irrationelt, en irrationel