Λέξη: παράφορος
Σχετικές λέξεις: παράφορος
παράφορος συνώνυμα, θάνος παράφορος
Συνώνυμα: παράφορος
τρελός, ορμητικός, βίαιος, ακάθεκτος, ακράτητος, ασυγκράτητος, παθιασμένος, διάπυρος, περιπαθής, ευερέθιστος, φλογερός
Μεταφράσεις: παράφορος
παράφορος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vehement, madding, passionate, impetuous, hot tempered
παράφορος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vehemente, madding, ruido, alocada, enloquecedora, enloquecida
παράφορος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vehement, stürmisch, ungestüm, madding, tobe, tobenden
παράφορος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
robuste, acharné, fougueux, puissant, rapide, intense, violent, vif, prompt, impétueux, gros, vigoureux, fort, véhément, solide, madding, déchaînée, villégiature, de Madding, Délire
παράφορος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impetuoso, veemente, pazza, madding, impazzita
παράφορος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Enlouquecidas, madding, enlouquecida ou os vendedores, enlouquecedora, de madding
παράφορος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
madding, drukke
παράφορος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сильный, жаркий, страстный, буйный, горячий, пылкий, резкий, яростный, страстной, оголтелый, ярый, неистовый, мирской
παράφορος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
heftig, madding, travle, forykkte
παράφορος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
våldsam, häftig, madding
παράφορος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuikea, kiihkoisa, madding
παράφορος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kraftig, voldsom, madding, sommertrængslen
παράφορος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prudký, mohutný, vehementní, Madding
παράφορος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
silny, gwałtowny, wybuchowy, zaciekły, porywczy, Madding
παράφορος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vehemens, madding, zajától
παράφορος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köpürmüş, madding, from the madding, delirtici, the madding
παράφορος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пристрасність, мирської, мирського, світської, мирський, мирському
παράφορος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
madding
παράφορος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
страстния, безумната, Фармадинг, Madding
παράφορος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
свецкага, свецкай, сьвецкай, мірскі, мірскай
παράφορος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jõuline, äge, madding
παράφορος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagao, žestok, plah, silan, madding
παράφορος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
madding
παράφορος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vehemens
παράφορος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smarkus, madding
παράφορος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stiprs, spēcīgs, madding
παράφορος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
безумната
παράφορος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vehement, agitata, madding
παράφορος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
madding, ponorelega sveta
παράφορος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prudký, Madding
Τυχαίες λέξεις