Παραβλάπτω στα δανικά
Μετάφραση: παραβλάπτω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
svækket, nedsat, forringet, hæmmet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραβλάπτω
παραβλάπτω λεξικό γλώσσας δανικά, παραβλάπτω στα δανικά
Μεταφράσεις
- παραβγαίνω στα δανικά - paravgaino
- παραβιάζω στα δανικά - brud, overtræder, krænker, krænke, strid, i strid
- παραβλέπω στα δανικά - udelade, overse, udsigt, har udsigt, overser, udsigt over
- παραβολή στα δανικά - sammenligning, lignelse, lignelsen, parabel
Τυχαίες λέξεις
Παραβλάπτω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: svækket, nedsat, forringet, hæmmet
Μεταφράσεις: svækket, nedsat, forringet, hæmmet