Πεδίο στα δανικά
Μετάφραση: πεδίο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mark, område, felt, inden, området, feltet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεδίο
πεδίο περιβαλλοντικής αξιολόγησης, πεδίο βολής κρήτης, πεδίο συνώνυμα, πεδίο εκδόσεις, πεδίο γνώσης, πεδίο λεξικό γλώσσας δανικά, πεδίο στα δανικά
Μεταφράσεις
- πείραμα στα δανικά - forsøg, eksperiment, forsøget, eksperimentet
- πείσμα στα δανικά - stædighed, hårdnakkethed, stædigheden, stædig
- πεδιάδα στα δανικά - enkel, slette, klar, tydelig, plain, almindeligt, almindelig, ...
- πεδικλώνω στα δανικά - tur, rejse, fetter, lænke, hindring, Lænken, hindringen
Τυχαίες λέξεις
Πεδίο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mark, område, felt, inden, området, feltet
Μεταφράσεις: mark, område, felt, inden, området, feltet