Πεδίο στα ολλανδικά

Μετάφραση: πεδίο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tucht, sfeer, vlieghaven, akker, gebied, omgeving, kloot, bol, terrein, vlakte, vliegveld, veld, discipline, land, gebied van
Πεδίο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεδίο

πεδίο περιβαλλοντικής αξιολόγησης, πεδίο βολής κρήτης, πεδίο συνώνυμα, πεδίο εκδόσεις, πεδίο γνώσης, πεδίο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πεδίο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πείραμα στα ολλανδικά - experimenteren, proefneming, proef, experiment, experimenten
  • πείσμα στα ολλανδικά - koppigheid, goeddunken, hardnekkigheid, halsstarrigheid, eigenwijsheid
  • πεδιάδα στα ολλανδικά - eenvoudig, absoluut, klaarblijkelijk, apert, helder, uitgesproken, louter, ...
  • πεδικλώνω στα ολλανδικά - trip, tocht, reis, binden, toer, inbinden, boei, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεδίο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tucht, sfeer, vlieghaven, akker, gebied, omgeving, kloot, bol, terrein, vlakte, vliegveld, veld, discipline, land, gebied van