Πλειονότητα στα δανικά
Μετάφραση: πλειονότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
majoritet, flertal, fleste, størstedelen, flertallet, hovedparten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλειονότητα
η πλειονότητα, πλειονότητα λεξικο, πλειονότητα συνώνυμα, πλειονότητα τι σημαινει, πλειονότητα ή πλειοψηφία, πλειονότητα λεξικό γλώσσας δανικά, πλειονότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- πλατύς στα δανικά - udstrakt, bred, vidt, vid, stor, lang, bredt, ...
- πλατύσκαλο στα δανικά - landing, destinationsside, landingen, repos, lander
- πλειστηριασμός στα δανικά - auktion, Auktionen, hammerslag
- πλεξούδα στα δανικά - streng, Strand, strengen, indsatsområde, aktionsdel
Τυχαίες λέξεις
Πλειονότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: majoritet, flertal, fleste, størstedelen, flertallet, hovedparten
Μεταφράσεις: majoritet, flertal, fleste, størstedelen, flertallet, hovedparten