Πλειονότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: πλειονότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
merendeel, meerderheid, meerderjarigheid, gros, meeste, meerderheid van stemmen, grootste deel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλειονότητα
η πλειονότητα, πλειονότητα λεξικο, πλειονότητα συνώνυμα, πλειονότητα τι σημαινει, πλειονότητα ή πλειοψηφία, πλειονότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πλειονότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πλατύς στα ολλανδικά - groot, uitgebreid, uitgestrekt, ruim, royaal, wijd, breedvoerig, ...
- πλατύσκαλο στα ολλανδικά - daling, landing, overloop, landingsplaats, landen, aanvoer
- πλειστηριασμός στα ολλανδικά - afslag, auctie, veiling, mijn, vendu, biedingen, veilingprijzen, ...
- πλεξούδα στα ολλανδικά - streng, draad, Strand, onderdeel, bundel
Τυχαίες λέξεις
Πλειονότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: merendeel, meerderheid, meerderjarigheid, gros, meeste, meerderheid van stemmen, grootste deel
Μεταφράσεις: merendeel, meerderheid, meerderjarigheid, gros, meeste, meerderheid van stemmen, grootste deel