Πλειονότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πλειονότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maioridade, maioria, principal, maior parte, maior, parte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλειονότητα
η πλειονότητα, πλειονότητα λεξικο, πλειονότητα συνώνυμα, πλειονότητα τι σημαινει, πλειονότητα ή πλειοψηφία, πλειονότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πλειονότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πλατύς στα πορτογαλικά - amplo, largamente, extenso, largo, vasto, espaçoso, grande, ...
- πλατύσκαλο στα πορτογαλικά - alumiar, aterragem, aterrissagem, desembarque, patamar, pouso
- πλειστηριασμός στα πορτογαλικά - leiloar, leilão, leilões, de leilões, leilão de, em leilão
- πλεξούδα στα πορτογαλικά - costa, Strand, vertente, fio, cordão
Τυχαίες λέξεις
Πλειονότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: maioridade, maioria, principal, maior parte, maior, parte
Μεταφράσεις: maioridade, maioria, principal, maior parte, maior, parte