Προοδεύω στα δανικά

Μετάφραση: προοδεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fremskridt, fremrykning, gå videre, gå i gang, at gå videre, går videre
Προοδεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προοδεύω

προοδεύω αντίθετα, προοδεύω συνώνυμο, προοδεύω λεξικό γλώσσας δανικά, προοδεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • προοίμιο στα δανικά - forord, indledning, præamblen, præambel, betragtningerne, indledningen, betragtning
  • προοδευτικός στα δανικά - progressiv, progressive, gradvis, gradvise, en gradvis
  • προοπτική στα δανικά - vagtpost, udsigt, perspektiv, overslag, perspektivisk, synspunkt
  • προορίζω στα δανικά - afsætte, markedsavance
Τυχαίες λέξεις
Προοδεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fremskridt, fremrykning, gå videre, gå i gang, at gå videre, går videre