Προοδεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: προοδεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pradėti, eiti į priekį, pirmyn, tęsti, eikite į priekį
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προοδεύω
προοδεύω αντίθετα, προοδεύω συνώνυμο, προοδεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προοδεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- προοίμιο στα λιθουανικά - pratarmė, preambulė, preambulėje, preambulės, preambulę, konstatuojamosiose dalyse
- προοδευτικός στα λιθουανικά - laipsniškas, progresuojantis, pažangus, progressive, laipsnišką
- προοπτική στα λιθουανικά - sargyba, sargybinis, perspektyva, perspektyvos, perspektyvą, požiūris, požiūriu
- προορίζω στα λιθουανικά - lemti, Nukreipti, Paskirti
Τυχαίες λέξεις
Προοδεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pradėti, eiti į priekį, pirmyn, tęsti, eikite į priekį
Μεταφράσεις: pradėti, eiti į priekį, pirmyn, tęsti, eikite į priekį