Λέξη: μακρύτερος

Σχετικές λέξεις: μακρύτερος

μακρύτεροσ ποταμόσ

Μεταφράσεις: μακρύτερος

μακρύτερος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
further, longer, longest

μακρύτερος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
promover, fomentar, más, más tiempo, ya, más largo, largo

μακρύτερος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mehr, nächste, ferner, weitere, weiter, fördern, unterstützen, länger, längere, längeren

μακρύτερος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autre, appuyer, avaliser, promouvoir, protéger, soutenir, loin, favoriser, lointain, plus, est plus, plus longtemps, plus long, long

μακρύτερος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
promuovere, più a lungo, più lungo, più, è più, lungo

μακρύτερος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mais, mais tempo, já, já não, mais longo

μακρύτερος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verder, bevorderen, nader, langer, meer, langere, lange

μακρύτερος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продвигать, содействовать, далее, дальше, дополнительный, впредь, добавочный, дальнейший, способствовать, дольше, больше, уже, более, длиннее

μακρύτερος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fremme, lenger, lengre, mer, lenger er, lengre tid

μακρύτερος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
befrämja, längre, längre tid, längre är, mer, lång

μακρύτερος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edistää, eespäin, pidemmälle, lisä, kauemmin, enää, pidempään, pidempi, enää ole

μακρύτερος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
længere, længere er, mere, længere tid, laengere

μακρύτερος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podporovat, daleko, déle, delší, již, už, nadále

μακρύτερος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomagać, daleko, dodatkowy, popierać, dłużej, już, dłuższy, dłuższe, jest już

μακρύτερος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hosszabb, már, többé, már nem, tovább

μακρύτερος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilerletmek, uzun, artık, daha uzun, daha, uzun süre

μακρύτερος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подальший, надалі, додатковий, далі, довше, довше за, найдовше

μακρύτερος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
më shumë, më i gjatë, më, më gjatë, më të gjatë

μακρύτερος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
повече, вече, дълъг, дълго

μακρύτερος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даўжэй, даўжэй за

μακρύτερος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
edasine, edasi, enam, kauem, pikem, pikema, pikemat

μακρύτερος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dalji, daljnjeg, daljnjih, daljnji, podrobnije, više, duže, dulje, duži, dulji

μακρύτερος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framar, lengur, lengur að, lengri, lengri tíma, er lengur

μακρύτερος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
toliau, daugiau, ilgiau, ilgesnis, jau, ilgesnės

μακρύτερος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ilgāk, garāks, ilgāks, ilgāku, vairs

μακρύτερος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повеќе, не, веќе, подолг, подолго

μακρύτερος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mai mult, mai, mai este, lung, mai lungă

μακρύτερος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
več, dlje, daljše, daljši, već

μακρύτερος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ďalej, dlhšie, viac
Τυχαίες λέξεις