Υπερβολικά στα δανικά
Μετάφραση: υπερβολικά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overordentlig, yderst, særdeles, ekstremt, saare
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπερβολικά
υπερβολικά μεγάλο για το σύστημα αρχείων προορισμού, υπερβολικά λαίμαργοσ, υπερβολικά κολπικά υγρά, υπερβολικά αέρια, υπερβολικά νεύρα, υπερβολικά λεξικό γλώσσας δανικά, υπερβολικά στα δανικά
Μεταφράσεις
- υπερβάλλω στα δανικά - overdrive, overdriver, at overdrive, forstærke, overdrives
- υπερβαίνω στα δανικά - overgå, overdraw, overtrækker, overtegne, I overtrækker
- υπερβολικός στα δανικά - overskud, overskydende, over, overstiger, end
- υπερεκτιμώ στα δανικά - overvurdere, overvurderer, at overvurdere, overvurderes
Τυχαίες λέξεις
Υπερβολικά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overordentlig, yderst, særdeles, ekstremt, saare
Μεταφράσεις: overordentlig, yderst, særdeles, ekstremt, saare