Λέξη: υπερβολικά

Σχετικές λέξεις: υπερβολικά

υπερβολικά μεγάλο για το σύστημα αρχείων προορισμού, υπερβολικά λαίμαργοσ, υπερβολικά κολπικά υγρά, υπερβολικά αέρια, υπερβολικά νεύρα, υπερβολικά συνώνυμα, υπερβολικά αέρια και φούσκωμα στην κοιλιά, υπερβολικά αέρια στο έντερο, υπερβολικά ημίτονα, υπερβολικά χαμηλή οικονομική προσφορά

Συνώνυμα: υπερβολικά

ατόπως, αναρμοστώς, έπακρο, σφόδρα

Μεταφράσεις: υπερβολικά

υπερβολικά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
overly, exceedingly, unduly, too, excessively

υπερβολικά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excesivamente, sumamente, extremadamente, sobremanera, extraordinariamente

υπερβολικά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übermäßig, allzu, äußerst, überaus, außerordentlich, extrem, äusserst

υπερβολικά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
excessivement, trop, extrêmement, extrême, infiniment

υπερβολικά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eccessivamente, estremamente, straordinariamente, oltremodo, assai

υπερβολικά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excessivamente, extremamente, muito, extraordinariamente, sumamente

υπερβολικά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buitengewoon, bijzonder, zeer, uiterst, uitermate

υπερβολικά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чрезвычайно, очень, весьма, крайне, исключительно

υπερβολικά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
umåtelig, over, overmåte, svært, meget

υπερβολικά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ytterst, exceedingly, övermåttan, synnerligen, oerhört

υπερβολικά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tavattoman, erittäin, äärimmäisen, sangen, ylen

υπερβολικά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overordentlig, yderst, særdeles, ekstremt, saare

υπερβολικά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příliš, nadmíru, mimořádně, neobyčejně, nesmírně, náramně

υπερβολικά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbytnio, nadmiernie, nadzwyczaj, niezmiernie, nader, niebywale, nadzwyczajnie

υπερβολικά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendkívül, túlságosan, felette, felettébb, szerfelett

υπερβολικά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fazlasıyla, son derece, derece, aşırı, aşırı derecede

υπερβολικά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надмірно, надзвичайно, дуже, є надзвичайно

υπερβολικά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jashtëzakonisht, jashtëzakonisht të, fort, jashtëzakonisht e, jashtëzakonisht i

υπερβολικά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чрезмерно, извънредно, изключително, твърде, твърде много, крайно

υπερβολικά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
надзвычай, вельмі, надзвычайна

υπερβολικά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülemäära, üleliia, äärmiselt, ülimalt, erakordselt

υπερβολικά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prekomjerno, neizmjerno, izuzetno, veoma, iznimno

υπερβολικά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákaflega, mjög, afar, mikillega, harla

υπερβολικά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepaprastai, galo, pernelyg, be galo, darosi

υπερβολικά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ārkārtīgi, pārāk, ir pārāk, pārmērīgi

υπερβολικά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
премногу, претерано, крајно, екстремно, мошне

υπερβολικά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
extrem de, foarte, peste măsură, nespus, excesiv

υπερβολικά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
piliš, silno, izredno, izjemno, nadvse, prekomerno

υπερβολικά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
túže, nadmieru, nadmerne
Τυχαίες λέξεις