Λέξη: σκιαγραφώ

Σχετικές λέξεις: σκιαγραφώ

σκιαγραφώ συνώνυμα, σκιαγραφώ ορισμός

Συνώνυμα: σκιαγραφώ

ιχνογραφώ, σχεδιάζω, υποτυπώνω, προοιονίζομαι, διαγράφω, περιγράφω, σκιτσάρω, δεικνύω

Μεταφράσεις: σκιαγραφώ

σκιαγραφώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
delineate, outline, adumbrate, sketch, silhouette

σκιαγραφώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dibujar, delinear, pintar, planear, contorno, esquema, esbozo, bosquejo, perfil

σκιαγραφώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zeichnen, malen, Umriss, Kontur, Abriss, Entwurf, Skizze

σκιαγραφώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tracer, croquer, dépeindre, représenter, crayonner, figurer, décrire, peindre, esquisser, ébaucher, dessiner, contour, aperçu, plan, grandes lignes, schéma

σκιαγραφώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbozzare, delimitare, disegnare, contorno, profilo, schema, contorni, quadro

σκιαγραφώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
traçar, desenhar, descrever, delimitar, divisar, delinear, esboço, contorno, esquema, estrutura de tópicos, do esboço

σκιαγραφώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftekenen, uittekenen, trekken, schets, omtrek, omlijning, overzicht, lijnen

σκιαγραφώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чертить, рисовать, описывать, очерчивать, обрисовывать, изображать, план, контур, наброски, схема, набросок

σκιαγραφώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tegne, omriss, omrisset, disposisjonen, disposisjon, oversikt

σκιαγραφώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kontur, översikten, disposition, skissera, konturerna

σκιαγραφώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuvata, piirtää, määritellä, ääriviivat, outline, jäsennys, luonnos, pääpiirteet

σκιαγραφώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skitse, omrids, oversigt, skitsere, kontur

σκιαγραφώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
načrtnout, narýsovat, zobrazit, vykreslit, nakreslit, vylíčit, obrys, přehled, nástin, osnovy, outline

σκιαγραφώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nakreślać, opisywać, przedstawiać, nakreślić, zarysowywać, szkicować, zarys, kontur, szkic, plan, schemat

σκιαγραφώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vázlat, vázlatot, körvonal, vázlatát, körvonala

σκιαγραφώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çizmek, taslak, anahat, ana hatları, hatları, çerçeve

σκιαγραφώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
окреслити, окреслювати, описувати, зображати, план, плану

σκιαγραφώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skicë, përshkruajë, përmbledhje, të përshkruajë, përshkrim

σκιαγραφώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
очертание, контури, контур, очертават, очертае

σκιαγραφώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
план, плян

σκιαγραφώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selgepiiriline, piiritlema, kontuur, ülevaade, ülevaate, üldjoontes, piirjooned

σκιαγραφώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predstaviti, ocrtati, obris, konture, skica, okvirni, obrisi

σκιαγραφώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útlínur, yfirlit, grein, útlína

σκιαγραφώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metmenys, kontūras, kontūro, planas, kontūrai

σκιαγραφώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kontūra, izklāsts, plāns, izklāstu, kontūras

σκιαγραφώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преглед, скица, контури, краток преглед, линијата

σκιαγραφώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
schiță, contur, plan, conturul, prezentare

σκιαγραφώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oris, obris, Načrt, osnutek, pregled

σκιαγραφώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obrys, obrysu, obrysy, rozchod
Τυχαίες λέξεις