Χοντρός στα δανικά

Μετάφραση: χοντρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fedtstof, fed, tyk, fedt, stout, tykke, porter
Χοντρός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χοντρός

χοντρός και λιγνός ταινίες, χοντρός βόλος, χοντρός λιγνός ταινίες, χοντρός και λιγνός, χοντρός λιγνός video, χοντρός λεξικό γλώσσας δανικά, χοντρός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • χολή στα δανικά - galde, galden, galdesyre
  • χονδροειδής στα δανικά - grov, ru, slapstick, lavkomik, farcer
  • χορήγηση στα δανικά - regering, indrømme, yde, tildele, give, meddele
  • χορδή στα δανικά - reb, sejlgarn, række, snor, akkord, akkorder, akkorden, ...
Τυχαίες λέξεις
Χοντρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fedtstof, fed, tyk, fedt, stout, tykke, porter