Λέξη: σπάλα
Σχετικές λέξεις: σπάλα
σπάλα χοιρινή στο φούρνο, σπάλα μοσχαρίσια, σπάλα χοιρινή, σπάλα μοσχάρι συνταγή, σπάλα μοσχάρι, σπάλα χοιρινή στη γάστρα, σπάλα μοσχαριού, σπάλα μόσχου, σπάλα γεωργία, σπάλα στο φούρνο
Συνώνυμα: σπάλα
σέλλα, ιπποσκευή, εφίππιο, σαμάρι
Μεταφράσεις: σπάλα
σπάλα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shoulder, saddle, shoulder blade, bone and attached
σπάλα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hombro, espalda, lomo, silla de montar, sillín, silla, montura, de silla
σπάλα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
achsel, schultern, brüstung, tragen, schulter, randstreifen, Sattel, Sattels, Sammel
σπάλα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bras, scapulaire, accotement, selle, la selle, de selle, cheval, selles
σπάλα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spalla, sella, della sella, a sella, sellino, la sella
σπάλα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ombro, se, selim, sela, de sela, saddle, sela de
σπάλα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schouder, zadel, het zadel, saddle
σπάλα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
склон, лопатка, взять, брать, плечо, обочина, буртик, поясок, седло, седла, седловой, седловая, седлом
σπάλα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skulder, aksel, sadel, sal, salen, rygg, setet
σπάλα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bog, axel, sadel, sadeln, en sadel
σπάλα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lapa, olkapää, olka, hartia, satula, satulan, satulaan, satulaa
σπάλα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skulder, sadel, sadlen, saddel
σπάλα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bedra, paže, záda, plec, krajnice, rameno, plecko, sedlo, sedla, sedlová, hřbet, sedlový
σπάλα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ramię, wybierak, posiłek, plecy, opór, zgrubienie, występ, łopatka, pobocze, bark, siodło, siodełko, comber, suport, siodła
σπάλα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
osztópárkány, boltváll, töltéspadka, árbocváll, csaphajlat, csapváll, dombnyúlvány, vállfa, válltámasz, támasztás, hegynyúlvány, váll, támaszpillér, ruhaakasztó, nyereg, nyeregben, nyeregbe, gerinctűző, nyeregből
σπάλα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
omuz, eyer, Saddle, sele, tel, semer
σπάλα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плече, схил, узбіччя, сідло
σπάλα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpatull, krah, sup, shalë, shalës, qafë, mbështetëse, ia ngec diçka dikujt
σπάλα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
седло, седлото, на седлото, седловина, на седалката
σπάλα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плячо, сядло
σπάλα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õlg, sadul, sadula, sadulas, saddle
σπάλα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obod, rame, leđa, ramenu, izbočina, sedlo, sjedalo, sedla, saddle, sedlasta
σπάλα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hnakkur, Saddle, upptökusöðullinn, Hnakkurinn, söðull
σπάλα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
petys, balnas, balnelis, balną, vilkikas, balno
σπάλα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plecs, segli, seglu, sedli, segliem, saddle
σπάλα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
седло, седлото, самарџиски
σπάλα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mur, umăr, șa, șaua, șeii, de șa, a șeii
σπάλα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rama, sedlo, sedla, sedež, sedeža, saddle
σπάλα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rameno, sedlo, sedadlo