Χοντρός στα ουκρανικά
Μετάφραση: χοντρός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грос, товстий, гладкий, валовий, жирний, грубий, сало, великий, огрядний, жир, маса, товста
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χοντρός
χοντρός και λιγνός ταινίες, χοντρός βόλος, χοντρός λιγνός ταινίες, χοντρός και λιγνός, χοντρός λιγνός video, χοντρός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, χοντρός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- χολή στα ουκρανικά - жовчність, жовч, подразнення, злоба, турбувати, дратівливість
- χονδροειδής στα ουκρανικά - шорсткуватий, неочищений, вульгарний, вогкий, сирій, кричущий, нечемний, ...
- χορήγηση στα ουκρανικά - урядування, підводити, вдовольняти, живлення, чинення, провіант, уряд, ...
- χορδή στα ουκρανικά - жила, нитку, нитка, вірьовка, ланцюжок, натягати, акорд, ...
Τυχαίες λέξεις
Χοντρός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: грос, товстий, гладкий, валовий, жирний, грубий, сало, великий, огрядний, жир, маса, товста
Μεταφράσεις: грос, товстий, гладкий, валовий, жирний, грубий, сало, великий, огрядний, жир, маса, товста