Δένω στα εσθονικά

Μετάφραση: δένω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
siduma, köitma, lips, paksendama, kinni siduma, kimp, puntras, sõrestiku, sõrestik
Δένω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δένω

κόμπο δένω, δένω γραβάτα, δένω αγγλικα, δένω δένομαι, ρήμα δίνω, δένω λεξικό γλώσσας εσθονικά, δένω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • δέμα στα εσθονικά - pakk, maatükk, saadetis, rahapakk, pakisaadetis, pakend, paketi, ...
  • δέντρο στα εσθονικά - puu, tree, puude, puud, puust
  • δέος στα εσθονικά - hirm, aukartus, aukartust, Hirmu, awe, aukartusega
  • δέρμα στα εσθονικά - nahk, nülgima, naha, nahka, nahale, nahaga
Τυχαίες λέξεις
Δένω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: siduma, köitma, lips, paksendama, kinni siduma, kimp, puntras, sõrestiku, sõrestik