Διαρροή στα εσθονικά
Μετάφραση: διαρροή, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leke, lekkima, lekk, lekkimine, lekke, leket, lekete
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαρροή
διαρροή ρεύματος, διαρροή νερού, διαρροή εγκεφάλων από την ελλάδα, διαρροή μαθητών, διαρροή αερίου θεσσαλονίκη, διαρροή λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαρροή στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διαρρέω στα εσθονικά - lekk, immitsema, lekkima, nõrguma, leke, immitseb, seep, ...
- διαρρήκτης στα εσθονικά - murdvaras, sissemurdja, valve-, Valvesignalisatsioonide, murdvarga
- διαρρύθμιση στα εσθονικά - küljendus, kujundus, asetus, plaan, paigutus, paigutuse
- διασαφηνίζω στα εσθονικά - selgitama, selginema, rekord, tuleb koostada, protokolli jaoks, Avalikult, igaks juhuks märkida
Τυχαίες λέξεις
Διαρροή στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: leke, lekkima, lekk, lekkimine, lekke, leket, lekete
Μεταφράσεις: leke, lekkima, lekk, lekkimine, lekke, leket, lekete