Λέξη: διαρροή

Σχετικές λέξεις: διαρροή

διαρροή ρεύματος, διαρροή νερού, διαρροή εγκεφάλων από την ελλάδα, διαρροή μαθητών, διαρροή αερίου θεσσαλονίκη, διαρροή εγκεφάλων, διαρροή φυσικού αερίου, διαρροή αμνιακού υγρού, διαρροή πετρελαίου στη θάλασσα, διαρροή ηλεκτρικού ρεύματος

Συνώνυμα: διαρροή

οπή, άνοιγμα, τρύπα, λάσπη, ιλύς, στάξιμο, στάλαγμα

Μεταφράσεις: διαρροή

διαρροή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
leak, leakage, seepage, leaking, drain

διαρροή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derrame, fuga, gotear, fugas, fuga de, de fuga, fugas de

διαρροή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
undichtigkeit, durchsickern, austreten, verlust, leckage, leck, auslaufen, Auslaufen, Leckage, Leck, Leckagen

διαρροή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
découler, fêlure, fuir, découlent, découlons, fissure, fracture, fuyons, crevasse, ouverture, suinter, gerçure, déchirure, fuis, fuient, découlez, fuite, fuites, les fuites, une fuite, de fuite

διαρροή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colare, perdita, fessura, perdere, dispersione, perdite, fuoriuscita, di dispersione

διαρροή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fuga, vazamento, fuga de, vazamento de, fugas de

διαρροή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lek, lekkage, lekken, lekkages, lekkage te

διαρροή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
течь, протечь, протекать, просачивание, убыль, обнаруживаться, утекать, затекать, утечка, утечки, утечек, утечку, рассеяния

διαρροή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lekk, lekkasje, lekkasjer, lekkasjen

διαρροή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läckage, läck, läckaget

διαρροή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valua, vuoto, vuotaa, vuodon, vuotoja, vuotojen, vuotoa

διαρροή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brud, lækage, udsivning, lækager, udslip, utæthed

διαρροή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
štěrbina, trhlina, vytékání, puklina, proniknout, díra, otvor, prosakovat, unikání, úniku, únik, netěsnost

διαρροή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyciek, pęknięcie, nieszczelność, przeciekanie, sączyć, ciec, wyciekać, przeciekać, ujawniać, ulatniać, upływność, przeciek, ulatnianie, wyciekanie, cieknąć, dziura, wycieku, wycieków

διαρροή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vezetékhiba, elszivárgás, súlyveszteség, kicsepegés, lék, tömítetlenség, kicsurgás, kiszivárgás, szivárgás, kiszivárogtatás, áteresztés, szivárgást, szivárgási, szivárgását, a szivárgás

διαρροή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sızıntı, kaçak, kaçağı, sızıntısı, sızdırma

διαρροή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
просочуватися, витік, теча, ліги, витікання, відплив, просочування, виток

διαρροή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrjedhje, rrjedhjet, humbje, rrjedhja, rrjedhje të

διαρροή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
теч, изтичане, утечка, течове, изтичане на

διαρροή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўцечка, уцечка

διαρροή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leke, lekkima, lekk, lekkimine, lekke, leket, lekete

διαρροή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istjecanje, pukotina, propuštanje, curenje, propuštanja, curenja, istjecanja

διαρροή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leka, leki, Lekinn, við leka, leka á

διαρροή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuotėkis, nuotėkio, nutekėjimo, nutekėjimas, nutekėjimų

διαρροή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sūce, noplūdes, noplūde, noplūdi, noplūžu

διαρροή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истекување, истекување на, протекување, пропуштање, истекувањето

διαρροή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scurgere, de scurgere, scurgeri de, relocare a emisiilor, a scurgerilor

διαρροή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uhajanje, puščanje, uhajanja, puščanja, tesnjenja

διαρροή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
puklina, únik, netesnosť, unikaniu, unikanie, úniku, unikania

Στατιστικά δημοτικότητας: διαρροή

Τυχαίες λέξεις