Κατακυρώνω στα εσθονικά

Μετάφραση: κατακυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tasu, auhind, jalust maha lööma, Müüa, alla toomiseks, pikali, allareguleerimise
Κατακυρώνω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατακυρώνω

κατακρίνω συνώνυμο, κατακυρώνω σημασια, κατακυρώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, κατακυρώνω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κατακτητής στα εσθονικά - vallutaja, Conqueror, võitja, alistaja
  • κατακτώ στα εσθονικά - vallutama, allutama, vallutada, võita, valitse, vallutavad
  • κατακόκκινος στα εσθονικά - helepunane, tulipunane, vermillion
  • καταλήγω στα εσθονικά - sõlmima, otsustama, järeldama, sõlmida, järeldada, sõlmivad
Τυχαίες λέξεις
Κατακυρώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tasu, auhind, jalust maha lööma, Müüa, alla toomiseks, pikali, allareguleerimise