Κατακυρώνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κατακυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
урнеме, да урнеме, прегази, сруши, се сруши
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατακυρώνω
κατακρίνω συνώνυμο, κατακυρώνω σημασια, κατακυρώνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κατακυρώνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κατακτητής στα σλαβομακεδονικά - освојувачот, освојувач, победник, победникот, завоевател
- κατακτώ στα σλαβομακεδονικά - го освојат, го освои, освојат, освои, освојување
- κατακόκκινος στα σλαβομακεδονικά - VERMILLION
- καταλήγω στα σλαβομακεδονικά - заклучиме, склучат, склучи, се заклучи, заклучи
Τυχαίες λέξεις
Κατακυρώνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: урнеме, да урнеме, прегази, сруши, се сруши
Μεταφράσεις: урнеме, да урнеме, прегази, сруши, се сруши