Λέξη: φρικτός

Σχετικές λέξεις: φρικτός

φρικτόσ συνώνυμα, φρικτός τραυματισμός ποδοσφαιριστή στο κατάρ, φρικτός θάνατος 22χρονης στη μύκονο, φρικτός ιδείν, φρικτός θάνατος ιερόδουλες εν ώρα εργασίας

Συνώνυμα: φρικτός

τρομερός, έσχατος, φρικαλέος, ωχρός, νεκρώδης, κάτωχρος, απαίσιος, ειδεχθής, βδελυρός, φρικιαστικός, φρικώδης, τρομακτικός, στυγερός, μυσαρός

Μεταφράσεις: φρικτός

φρικτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gruesome, horrible, ghastly, atrocious, dismals

φρικτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
horroroso, horrible, macabro, terrible, horribles

φρικτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grausig, grässlich, schrecklich, entsetzlich, schrecklichen, schreckliche, schrecklicher

φρικτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
horrible, formidable, macabre, atroce, abominable, redoutable, affreux, épouvantable, terrible, effroyable, effrayant, horribles

φρικτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orribile, orrendo, terribile, orribili, horrible

φρικτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
horrível, terrível, horríveis, horrible, horroroso

φρικτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afschuwelijk, ijselijk, afgrijselijk, verschrikkelijk, vreselijk, gruwelijk, afschuwelijke

φρικτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ужасный, отвратительный, ужасно, ужасное, ужасная, ужасным

φρικτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fryktelig, forferdelig, forferdelige

φρικτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gräslig, hemsk, förskräcklig, ohygglig, hemskt, fruktansvärda, hemska, fruktansvärd

φρικτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karmea, kauhea, kolkko, kaamea, kamala, hirvittävä, kauheita, kamalaa

φρικτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
makaber, forfærdelig, frygtelig, horrible, forfærdelige, forfærdeligt

φρικτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ohavný, strašný, hrozný, příšerný, hrůzný, hrozné, strašné, hrozná

φρικτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okropny, makabryczny, groźny, straszny, potworny, straszliwy, straszne

φρικτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
borzalmas, rémes, szörnyű, rettenetes, borzasztó, a szörnyű

φρικτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
korkunç, korkunç bir, horrible, korkunçtu, kötü

φρικτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жахливий, страшний, жахлива, найжахливіший

φρικτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i tmerrshëm, tmerrshme, e tmerrshme, të tmerrshme, tmerrshëm

φρικτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ужасен, ужасно, ужасна, ужасни, ужасната

φρικτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жудасны, жахлівы, ужасный, страшэнны, страшны

φρικτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õudne, võigas, jube, kohutav, hirmus, horrible

φρικτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jeziv, grozan, užasan, strašan, strašno, užasno, grozno

φρικτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hræðilegt, hryllilegur, hræðilega, rugl, hræðilegu

φρικτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siaubingas, patekęs, kad patekęs, patekęs svetainės, kad patekęs svetainės

φρικτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
briesmīgs, briesmīgi, riebīgs, briesmīga, šausmīgi

φρικτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грозно, ужасна, страшни, ужасно, ужасни

φρικτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oribil, oribilă, oribila, oribile, groaznic

φρικτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grozno, horrible, grozna, strašna, grozljivo

φρικτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hrozný, strašný, hrozné
Τυχαίες λέξεις