Λέξη: κάθετος

Σχετικές λέξεις: κάθετος

κάθετος 'αξονας θεσσαλονίκη-σέρρες-προμαχώνας, κάθετος διαχωρισμός, κάθετος καταψύκτης, κάθετος εγνατίας κομοτηνή νυμφαία, κάθετος άβακας, κάθετος άξονας εγνατίας κομοτηνή-σύνορα, κάθετος πολλαπλασιασμός, κάθετος νυσταγμός, κάθετος γεωργός, κάθετος κήπος

Συνώνυμα: κάθετος

κατακόρυφος

Μεταφράσεις: κάθετος

κάθετος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vertical, perpendicular, slash, perpendicular to, reflux

κάθετος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perpendicular, vertical, verticales, vertical de

κάθετος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stehend, vertikale, vertikal, senkrecht, vertikalen, Vertikal

κάθετος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vertical, perpendiculaire, verticale, Portrait, verticales, verticaux

κάθετος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
verticale, verticali, in verticale

κάθετος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vertical, verticais

κάθετος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verticaal, vertikaal, loodrecht, rechtopstaand, verticale, vertikale, de verticale

κάθετος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вертикальный, отвесный, вертикальная, вертикальной, вертикали, вертикальное

κάθετος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
loddrett, vertikal, vertikale, vertikalt, lodd

κάθετος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lodrät, vertikal, vertikala, vertikalt

κάθετος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pysty, vertikaalinen, pystyviiva, luotisuora, pystysuora, pystysuoran, vertikaalisten, pysty-

κάθετος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lodret, lodrette, vertikale, vertikal, vertikalt

κάθετος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svislý, stojatý, kolmý, vertikální, svislé, svislá, vertikã

κάθετος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pionowy, wierzchołkowy, wertykalny, pion, zenitowy, pionowe, pionowa, pionowej

κάθετος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fejbúbi, függőleges, vertikális, függõleges, a függőleges, függőlegesen

κάθετος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dikey, düşey, dik, dikey bir

κάθετος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вершини, вертикальний

κάθετος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vertikale, vertikal, vertikale të, vertikale e, vertikalisht

κάθετος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вертикален, вертикална, вертикално, вертикалната, вертикалното

κάθετος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вертыкальны, вэртыкальны, вертыкальнае

κάθετος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vertikaal, püstloodne, vertikaalne, vertikaalse, vertikaalsete, vertikaalsed, vertikaalset

κάθετος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vertikalnim, okomite, vertikalan, uspravan, vertikala, okomit, vertikalna

κάθετος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lóðrétt, Utandyra, lóðrétta, lóðréttur, Svíþjóð

κάθετος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vertikalus, vertikali, vertikalios, vertikaliai, vertikalusis

κάθετος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vertikāls, vertikāle, vertikālā, vertikāli, vertikāla

κάθετος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вертикална, вертикални, вертикалната, вертикален, вертикално

κάθετος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vertical, verticală, verticale, verticala, pe verticală

κάθετος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vertikální, navpičen, vertikalna, vertikalno, vertikalni, navpično, navpična

κάθετος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolmý, vertikálni, vertikálne, vertikálnej, vertikálny, vertikálna, vertikálnu
Τυχαίες λέξεις