Προέλευση στα εσθονικά
Μετάφραση: προέλευση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põlvnemine, päritolu, häll, päritoluga, päritolunimetuste, päritolust, algus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προέλευση
προέλευση λέξεων, προέλευση επιθέτων, προέλευση ονομάτων, προέλευση καρναβαλιού, προέλευση ελλήνων, προέλευση λεξικό γλώσσας εσθονικά, προέλευση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- προάστιο στα εσθονικά - eeslinn, äärelinn, äärelinnas, Suburb, eeslinnas
- προέκταση στα εσθονικά - pakkumine, laiendus, laiendamine, pikendamine, pikendamise, laiendamise, laiendamist
- προέρχομαι στα εσθονικά - idanema, lähtuma, võrsuma, tärkama, tuletama, pärinema, ammutama, ...
- προαίρεση στα εσθονικά - william, saama, tahe, kavatsus, valik, võimalus, võimalust, ...
Τυχαίες λέξεις
Προέλευση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: põlvnemine, päritolu, häll, päritoluga, päritolunimetuste, päritolust, algus
Μεταφράσεις: põlvnemine, päritolu, häll, päritoluga, päritolunimetuste, päritolust, algus