Αδιαφορία στα ισλανδικά
Μετάφραση: αδιαφορία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afskiptaleysi, skeytingarleysi, fólginn í litlum áhuga, tómlæti í trúarefnum
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιαφορία
αδιαφορία συνώνυμα, αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, αδιαφορία ονειροκρίτης, αδιαφορία του συζύγου, αδιαφορία συντρόφου, αδιαφορία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αδιαφορία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αδιαμφισβήτητος στα ισλανδικά - óumdeilanleg, indisputable, óumdeilanlegt, ótvírætt, ótvíræð
- αδιαφανής στα ισλανδικά - ógegnsætt, ógagnsæ, ógegnsæ, ógagnsætt
- αδικία στα ισλανδικά - óréttlæti, ranglæti, misrétti
- αδράνεια στα ισλανδικά - tregðu, tregða
Τυχαίες λέξεις
Αδιαφορία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afskiptaleysi, skeytingarleysi, fólginn í litlum áhuga, tómlæti í trúarefnum
Μεταφράσεις: afskiptaleysi, skeytingarleysi, fólginn í litlum áhuga, tómlæti í trúarefnum