Λέξη: κατάστρωμα

Σχετικές λέξεις: κατάστρωμα

κάτω κατάστρωμα, κατάστρωμα οδού, ονειροκρίτης κατάστρωμα, κατάστρωμα πλοίου, κατάστρωμα γέφυρασ, κατάστρωμα εξάλων

Συνώνυμα: κατάστρωμα

όροφος λεωφορείου, επιτροπή, πινακίδα, σανίδα, πλευρά πλοίου, χαρτόνι

Μεταφράσεις: κατάστρωμα

κατάστρωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deck, the deck, deck of, aboard

κατάστρωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puente, ataviar, cubierta, mazo, el mazo, la cubierta, cubierta de

κατάστρωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verdeck, deck, Deck, Liege, Decks

κατάστρωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décorer, pont, étage, orner, niveau, platine, terrasse, le pont

κατάστρωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coperta, ponte, piattaforma, mazzo, deck

κατάστρωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
plataforma, coberta, convés, decisão, baralho, pavimento, deck de

κατάστρωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdek, dek, scheepsdek, deck, terras, het dek, spel

κατάστρωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
палуба, дека, разряжать, колода, настил, палубе, палубы

κατάστρωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dekk, dekket, kortstokk, deck, dekks

κατάστρωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pryda, smycka, däck, däcket, deck

κατάστρωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
somistaa, kansi, koristaa, kate, kannella, kannen, kannelle, deck

κατάστρωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dæk, dækket, deck, terrasse

κατάστρωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
paluba, poschodí, vyzdobit, patro, etáž, deck, palubě, paluby, balíček

κατάστρωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokład, ustrojenie, stroić, pokrywać, talia, piętro, poziom, zdobić, upiększać, pokładowy, pokładu, deck, pokładzie

κατάστρωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pakli, szárnyfelület, deszkázat, hídpálya, hajófedélzet, fedélzet, fedélzeten, fedélzeti, fedélzetre, deck

κατάστρωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güverte, deck, güvertesi, katlı, kat

κατάστρωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дека, палуба, настил, палубі, палуби, палуба лісу

κατάστρωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kuvertë, në kuvertë, kuvertë të, kuvertë e, kuvertës

κατάστρωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
палуба, тесте, палубата, дек, комплект

κατάστρωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мост, палуба

κατάστρωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaardipakk, ehtima, korrus, tekk, teki, tekil, tekile

κατάστρωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krov, paluba, palube, palubi, sunčanje, za sunčanje

κατάστρωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þilfari, Deck, þilfar, á þilfari, þilfarið

κατάστρωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
denis, denio, agregatas, denyje, agregato

κατάστρωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klājs, klāja, deck, bloks, klāju

κατάστρωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
палуба, палубата, шпил, дек, на палубата

κατάστρωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
punte, puntea, punții, deck, de punte

κατάστρωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
deck, palubi, krova, paluba, palube

κατάστρωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
paluba, paluba nie, paluba pre vozidlá
Τυχαίες λέξεις