Λέξη: πολυμαθής

Σχετικές λέξεις: πολυμαθής

πολυμαθής συνωνυμο

Συνώνυμα: πολυμαθής

μάθητος

Μεταφράσεις: πολυμαθής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
erudite, learned, scholarly, polymath, well educated
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
docto, erudito, aprendido, enterado, sabido, sabio
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelehrt, gelernt, lernte, erfuhr
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
érudit, savant, appris, apprises, tirés, apprendre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
erudito, dotto, colto, imparato, appreso
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aprendido, aprendeu, aprendi, aprenderam, aprendidas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geleerd, aangeleerd, leerde, leerden, geleerde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
учёность, ученый, начитанный, эрудит, иврит, эрудированный, узнал, узнали, научился
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lært, lærte, har lært, læres
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lärt, lärde, lärt sig, lärt mig, lärt oss
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oppinut, oppineet, oppi, oppia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lært, lærte, har lært, læres
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
učený, naučil, dozvěděl, naučili, se naučil
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
erudyta, uczony, nauczyłem, nauczył, dowiedziałem, dowiedział się
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
képzett, tanult, tanultam, megtudta, megtanulta
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilgili, öğrendim, öğrendi, öğrenilen, öğrenmiş
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ерудований, вчений, учений, науковець, вчена
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mësuar, mësuar, mësoi, mësuan, e nxjerra
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
учен, научен, научих, научил, научили
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вучоны, навуковец, навуковы, навукоўца
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
erudeeritud, õpetatud, õppinud, õppida
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obrazovan, učen, naučili, naučio, saznao, naučila
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lært, lærði, læra, komst, lærðum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išmoktas, išmoko, sužinojo, sužinojau
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzzināja, iemācījušies, uzzināju
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
научиле, научил, научив, научи, лекции
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
învățat, aflat, invatat, învățate, a aflat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naučili, naučil, se naučili, naučila, spoznanja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
erudovaný, učený, mocný, a mocný, vzdelaný, uceny
Τυχαίες λέξεις