Ασφαλής στα ισλανδικά

Μετάφραση: ασφαλής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
öruggur, hættulaus, öruggt, örugg, óhætt, öryggishólf
Ασφαλής στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασφαλής

ασφαλής χρήση του διαδικτύου, ασφαλής οδήγηση, ασφαλής χρήση διαδικτύου, ασφαλής πλοήγηση στο διαδίκτυο, ασφαλής συνώνυμα, ασφαλής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ασφαλής στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασφάλεια στα ισλανδικά - ábyrgð, öryggi, Security, og Öryggi, öryggismálum, öryggis
  • ασφάλιση στα ισλανδικά - ábyrgð, tryggingar, Vátryggingin, vátrygging, tryggingafélagi
  • ασφαλίζω στα ισλανδικά - tryggja, að tryggja, vátryggja
  • ασφαλώς στα ισλανδικά - vissulega, örugglega, sannarlega, svo sannarlega
Τυχαίες λέξεις
Ασφαλής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: öruggur, hættulaus, öruggt, örugg, óhætt, öryggishólf