Λέξη: ικεσία

Σχετικές λέξεις: ικεσία

ικεσία στην αρχαία ελλάδα, ικεσία στην αρχαιότητα, ικεσία στην ιλιάδα, ικεσία ορισμός, ικεσία βικιπαίδεια, ικέτησ ικεσία, ικεσία χρύση

Συνώνυμα: ικεσία

ισχυρισμός, απολογία, δικαιολογία, έκκληση, παράκληση, αίτηση

Μεταφράσεις: ικεσία

ικεσία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
supplication, entreaty, plea, suppliance, kneeling

ικεσία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ruego, súplica, plegaria, oración, la súplica, súplicas, suplica

ικεσία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebet, bitte, Flehen, Gebet, Bittgebet, Bitten, supplication

ικεσία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
demande, supplique, prière, pétition, suppliant, requête, sollicitation, supplication, supplications, la supplication, de supplication

ικεσία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
supplica, supplicazione, suppliche, di supplica, la supplica

ικεσία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prece, oração, súplica, súplicas, supplication, de súplica

ικεσία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebed, verzoek, smeekbede, smeekgebed, smeking, smeken, smeekbeden

ικεσία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
просьба, мольба, молитва, прошение, моление, прошении

ικεσία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bønn, påkallelse, ydmyke, supplication

ικεσία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bön, supplication, åkallan, åkalla, ödmjuk bön

ικεσία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vetoomus, rukous, anomisella, rukoukseni, rukouksensa, anomisessa

ικεσία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bøn, påkaldelse, ydmyge, supplication, anråbelse

ικεσία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
požadavek, prosba, žádost, modlitba, snažná prosba, prosby, prosbu, supplication

ικεσία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
błaganie, suplika, prośba, zastosowanie, suplikacja, supplication

ικεσία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
könyörgés, könyörgéssel, könyörgésben, könyörgéstekben, a könyörgés

ικεσία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rica, dua, yalvarış, Dua, supplication, niyaz, duası

ικεσία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
молитва, благання, мольба

ικεσία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lutje, lutja, kërkesë, lutjen, lutja e

ικεσία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
молба, молбата, моление, молитва, молби

ικεσία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маленне, просьба, яго просьба, мальба, сабе просьбу

ικεσία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
palve, anumise, anumisega, anumises, anumist

ικεσία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preklinjanje, molba, molitva, zaklinjanje, prošnju

ικεσία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grátbeiðni, að grátbeiðni

ικεσία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
malda, maldavimas, nuolankus, Błaganie, meldimas

ικεσία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lūgšana, lūgums, sirsnīgs lūgums, sirsnīgs

ικεσία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
молитва, моление, настапување, молението, молба

ικεσία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rugăciune, implorare, cereri, cerere, cererile

ικεσία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Preklinjanje, prošnja

ικεσία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prosba, úpenlivo, snažne, úpenlivej, sa naliehavo, túžobne
Τυχαίες λέξεις