Λέξη: ασφαλής

Σχετικές λέξεις: ασφαλής

ασφαλής χρήση του διαδικτύου, ασφαλής οδήγηση, ασφαλής χρήση διαδικτύου, ασφαλής πλοήγηση στο διαδίκτυο, ασφαλής συνώνυμα, ασφαλής κλίση, ασφαλής λειτουργία windows xp, ασφαλής αναζήτηση google, ασφαλής λειτουργία android, ασφαλής λειτουργία

Συνώνυμα: ασφαλής

ακίνδυνος, σωός, σίγουρος, βέβαιος, αδιαπέραστος, αντέχων, κάποιος, ορισμένος, αλάθητος, αμείωτος, μη αποτυγχάνων

Μεταφράσεις: ασφαλής

ασφαλής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
secure, safe, safety, a safe, safely

ασφαλής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salvo, asegurar, garantir, fijar, seguro, fijo, segura, caja fuerte, seguridad, seguros

ασφαλής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschützt, safe, besorgen, panzerschrank, befestigen, zusichern, geldschrank, unangreifbar, ungefährlich, sichern, sicherstellen, fixieren, unversehrt, festmachen, kondom, sicher, Safe, sicheren, sichere

ασφαλής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attacher, bâclons, solide, sauf, constant, bâclez, consolider, ancrer, assujettir, garde-manger, affermir, fiable, bâcler, assurer, certain, garantir, coffre-fort, sûr, sûre, sécuritaire, toute sécurité

ασφαλής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cautelare, certo, garantire, fissare, salvo, assicurare, cassaforte, sicuro, sicurezza, sicura, cassetta di sicurezza

ασφαλής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seguro, sela, cofre, segura, segurança, seguros

ασφαλής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waarborgen, kapotje, vaststellen, veilig, safe, vast, beveiligen, bepalen, zeker, beschutten, behouden, verzekerd, verzekeren, vastmaken, geborgen, condoom, brandkast, kluis, veilige

ασφαλής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обеспечивать, холодильник, гарантировать, неопасный, невредимый, обеспечить, надежный, закреплять, гарантированный, достигнуть, неповрежденный, достать, благоразумный, спокойный, сейф, заручаться, безопасный, безопасно, безопасным, безопасной

ασφαλής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
feste, sikker, sikre, trygg, trygge, trygt, safe

ασφαλής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
säker, ofarlig, riskfri, fästa, försäkra, trygg, kassaskåp, säkert, säkra

ασφαλής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiinnittää, kassakaappi, hankkia, valloittamaton, taata, varma, turvallinen, suojata, varmistaa, kondomi, turvata, turva, hommata, turvassa, turvallista, turvallisen, tallelokero, turvallisia

ασφαλής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pengeskab, sikker, sikkert, sikre, safeboks

ασφαλής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zaručený, zajistit, zajištěný, spolehlivý, jistý, připevnit, jistit, pojistit, bezpečný, zabezpečit, zaručit, upevnit, trezor, sejf, bezpečné, bezpečná

ασφαλής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spokojny, zabezpieczyć, ostrożny, zapewnić, upewniać, bezpieczny, pewny, zabezpieczać, sejf, umocować, zapewniać, bezpieczne, upewnić, bezpieczna, bezpiecznie

ασφαλής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
veszélytelen, páncélszekrény, széf, biztonságos, a biztonságos, lévő széf, széffel

ασφαλής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sağlamlaştırmak, sağlam, emin, aman, prezervatif, güvenilir, sağlamak, tehlikesiz, bağlamak, güvenli, kasa, güvenli bir, emniyetli, içi kasa

ασφαλής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доставати, обережний, достати, надійний, холодильник, безпечний, гарантувати, сейф, охороняти, сейфи, номерах

ασφαλής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sigurtë, siguroj, i sigurt, sigurt, të sigurt, e sigurt

ασφαλής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кондом, презерватив, сейф, безопасно, безопасен, безопасна, безопасното

ασφαλής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моцны, сейф

ασφαλής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seif, kaitstud, tagama, kinnitama, turvaline, ohutu, ohutuks, ohutud

ασφαλής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pouzdan, kasa, hladnjak, osigurati, bezopasan, oprezan, zdrav, sigurna, uvjeren, postojan, sigurno, siguran, sef, sigurni

ασφαλής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
öruggur, hættulaus, öruggt, örugg, óhætt, öryggishólf

ασφαλής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
securus, defigo, salvus, firmo, tutus

ασφαλής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
saugus, prezervatyvas, seifas, saugūs, saugi, saugiai

ασφαλής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drošs, piestiprināt, nostiprināt, seifs, prezervatīvs, pievērst, droši, droša, drošu

ασφαλής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кондом, безбедно, безбеден, безбедни, безбедна, сигурно

ασφαλής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asigurat, seif, sigur, siguranță, în siguranță, sigură

ασφαλής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
varna, varen, varno, varne, sef

ασφαλής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bezpečný, trezor, úschovňa, izbe, na izbe

Στατιστικά δημοτικότητας: ασφαλής

Τυχαίες λέξεις