Επιβεβαιώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: επιβεβαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
staðfesta, ferma, að staðfesta, staðfest, staðfestu, staðfestir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβεβαιώνω
επιβεβαιωνω συνώνυμο, επιβεβαιώνω μετάφραση στα αγγλικά, επιβεβαιώνω στα αγγλικά, επιβεβαιώνω λεξικό, επιβεβαιώνω αντωνυμο, επιβεβαιώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιβεβαιώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επιβίωση στα ισλανδικά - lifun, lifa, að lifa, lifunar, lifa af
- επιβεβαίωση στα ισλανδικά - staðfesting, staðfestingu, staðfesting á, staðfestingar, staðfest
- επιβιβάζομαι στα ισλανδικά - fæði, borð, fari, fara um borð, ráðast, takast
- επιβιβάζω στα ισλανδικά - borð, fari, fara um borð, ráðast, takast
Τυχαίες λέξεις
Επιβεβαιώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: staðfesta, ferma, að staðfesta, staðfest, staðfestu, staðfestir
Μεταφράσεις: staðfesta, ferma, að staðfesta, staðfest, staðfestu, staðfestir