Δικάζω στα αγγλικά
Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
judge, adjudicate
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: δικάζω
try
- προσπαθώ
- δικάζω
- εκδικάζω
- δοκιμάζω
- κρίνω
- θεωρώ
- δικάζω
Σχετικές λέξεις: δικάζω
δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας αγγλικά, δικάζω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- διηθώ στα αγγλικά - filter, strain, infiltrate, leach
- διθυραμβικός στα αγγλικά - rave, dithyrambic, not dithyrambic
- δικαίωμα στα αγγλικά - right, right to, right of, entitled, the right
- δικαιοδοσία στα αγγλικά - jurisdiction, jurisdiction of, the jurisdiction, authority, competence
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: judge, adjudicate
Μεταφράσεις: judge, adjudicate