Μόρφωση στα ισλανδικά
Μετάφραση: μόρφωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
menntun, menntunar, nám, fræðsla, aðgreiningar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μόρφωση
μόρφωση συνώνυμα, μόρφωση σωκράτης, μόρφωση γνωμικά, μόρφωση και παιδεία, μόρφωση είναι, μόρφωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μόρφωση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μόριο στα ισλανδικά - sameind, sameindin, sameindir, sameindarinnar, sameind sem
- μόρτης στα ισλανδικά - aumingi, rascally
- μόσχευμα στα ισλανδικά - ígræðslu, græðlings, ígrædds líffæris, á ígræðslu, byrjar ekki strax
- μόχθος στα ισλανδικά - erfiði, strit, it
Τυχαίες λέξεις
Μόρφωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: menntun, menntunar, nám, fræðsla, aðgreiningar
Μεταφράσεις: menntun, menntunar, nám, fræðsla, aðgreiningar